- παλάγκο
- το мор. , тех система блоков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλάγκο — το (λ. ιταλ.) 1. είδος βαρούλκου ή γερανού για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα του πλοίου. 2. φρ., «σότο παλάγκο», όρος στα ναυλοσύμφωνα που σημαίνει ότι ο παραλήπτης θα ειδοποιηθεί έγκαιρα για να παραλάβει το εμπόρευμα την ώρα που το παλάγκο του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… … Dictionary of Greek
καρνάλι(ον) — καρνάλι(ον), τὸ (Μ) παλάγκο, απλή μηχανή που αποτελούνταν από μια σταθερή και μια κινητή τροχαλία και χρησίμευε στη φόρτωση και εκφόρτωση βαριών αντικειμένων ή εμπορευμάτων σε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarnale] … Dictionary of Greek
κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… … Dictionary of Greek
μάντος — ο (Μ μάντος) σχοινί με το οποίο συνδέονται η κεραία και τα πανιά τού καραβιού νεοελλ. 1. το πολύσπαστο, κν. παλάγκο 2. φρ. «μάντος τού πεσκαδούρου» το σύσπαστο τού μασχαλιστήρα, το οποίο χρησιμεύει για τον χειρισμό τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ … Dictionary of Greek
παράγκο — και παράγγο, το (δ. γρφ.) βλ. παλάγκο … Dictionary of Greek
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek
σύσπαστο — το, Ν τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος] … Dictionary of Greek
πολύσπαστο — το σύστημα κινητών και ακίνητων τροχαλιών για την ανύψωση ή το τράβηγμα μεγάλων βαρών, αλλ. παλάγκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)